- καλύκων
- κάλυξcoveringfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
πυελογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινογραφική απεικόνιση τής νεφρικής πυέλου και τών καλύκων στο πλαίσιο μιας ουρογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyelographie (< πύελος + γραφία*)] … Dictionary of Greek
υδρονέφρωση — η, Ν ιατρ. διάταση τής πυέλου και τών καλύκων τού νεφρού λόγω κατακράτησης ούρων που οφείλεται σε απόφραξη των ουροφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydronephrose (< υδρ[ο] * + νέφρωση)] … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek